- ορόβι
- το (Α ὀρόβιον) [όροβος]νεοελλ.το ετήσιο κτηνοτροφικό φυτό όροβος, το ρόβιαρχ.1. υποκορ. τού όροβος2. αλεύρι παρασκευασμένο από όροβο, από ρόβι3. είδος καταποτίου με μέγεθος ορόβου4. (κατά τον Ησύχ.) «χρυσοκόλλης εἶδος».
Dictionary of Greek. 2013.